- δεκάεδρος
- -ο1. αυτός που έχει δέκα έδρες2. (γεωμ.) το ουδ. ως ουσ. δεκάεδροστερεό σώμα με δέκα έδρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
decahedron — n. a solid figure with ten faces. Derivatives: decahedral adj. Etymology: DECA + HEDRON after POLYHEDRON * * * decahedron Geom. (dɛkəˈhiːdrən) [Representing a Gr. *δεκάεδρον, neuter of *δεκάεδρος, on the model of ἑξάεδρος, f. δέκα ten + ἔδρα seat … Useful english dictionary